Μία ενδιαφέρουσα κίνηση έχει ήδη γίνει στη Μεγάλη Βρετανία. Η Βρετανική Αρχή Ελέγχου Τροφίμων πρότεινε - και πολλές εταιρείες εφάρμοσαν - ένα σύστημα σήμανσης με τα «χρώματα φωτεινού σηματοδότη», που χρησιμοποιεί στο μπροστινό μέρος της συσκευασίας, το κόκκινο, το πορτοκαλί και το πράσινο χρώμα, για να δείξει αν η περιεκτικότητα του τροφίμου σε λιπαρά, κορεσμένα λίπη, ζάχαρη και αλάτι είναι υψηλή, μέτρια ή χαμηλή. Πρακτικά, με τη σήμανση αυτή, όσο περισσότερα πράσινα σημεία έχει ένα τρόφιμο, τόσο πιο υγιεινό είναι. Ο Αναπληρωτής Καθηγητής της Μονάδας Διατροφής του Ανθρώπου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρόεδρος του ΕΦΕΤ κ. Αντώνης Ζαμπέλας ωστόσο, θεωρεί πως «το συγκεκριμένο σύστημα έχει αδυναμίες, επειδή κινείται στη λογική του ‘άσπρο-μαύρο’. Από το σύστημα έχουν εξαιρεθεί ήδη τα φρούτα και τα λαχανικά, επειδή είναι πλούσια σε σάκχαρα. Όσο μπαίνουν εξαιρέσεις σ’ ένα σύστημα, σημαίνει ότι το σύστημα μάλλον δεν είναι γενικώς αποδεκτό».
Ζητώντας την παρέμβαση του ΕΦΕΤ, ο κ. Μπόσκου χαρακτηρίζει «μεγάλη παραπλάνηση» τον …πολυδιαφημισμένο ισχυρισμό «χωρίς συντηρητικά. «Τα συντηρητικά είναι μία μόνο από τις 26 κατηγορίες των προσθέτων τροφίμων (των γνωστών μας ως Ε). Το ότι ένα τρόφιμο δεν περιέχει συντηρητικά, δεν σημαίνει ότι δεν περιέχει πρόσθετα. Τα συνητρητικά είναι 10 αριθμοί σε σύνολο 1.200 εγκεκριμένων κωδικών», εξηγεί.
Για λόγους marketing μάλιστα, κι επειδή δεν παύουν να προκαλούν το φόβο των καταναλωτών, τα πρόσθετα των τροφίμων, δεν αναφέρονται πλέον με τον κωδικό τους, αλλά με το πλήρες όνομά τους. Είναι πολύ πιθανό λοιπόν να διαβάσετε στη συσκευασία για γαλακτοματοποιητές και ρυθμιστές οξύτητας και αντιοξειδωτικά, αλλά …κουβέντα για Ε. Κι όμως, Όπου καραμελόχρωμα είναι Ε151 κι όπου ασκορβικό οξύ Ε300 … «Γιατί» όπως διευκρινίζει ο κ. Μπόσκου «η αναφορά του κωδικού δεν είναι υποχρεωτική, αρκεί να αναφέρεται το όνομα».
Το σύστημα του «φωτεινού σημαδότη». Ο καταναλωτής βλέπει με μια ματιά αν το τρόφιμο που επιλέγει να αγοράσει περιέχει λίγο, αρκετό ή πολύ λίπος, αλάτι και ζάχαρη.
Αποκωδικοποιώντας τα GDAs
Αντί του συστήματος του «φωτεινού σηματοδότη», η ελληνική βιομηχανία τροφίμων, έχει ήδη εντάξει στις συσκευασίες της ένα σύστημα διατροφικής σήμανσης, που κωδικά αναφέρεται ως GDA. Είναι οι ετικέτες στη μπροστινή μεριά των προϊόντων, όπου ο καταναλωτής βλέπει πόσες θερμίδες, ζάχαρη, λίπος, κορεσμένα λιπαρά και αλάτι περιέχει κάθε μερίδα του τροφίμου. Ως εδώ όλα καλά. Η κατάσταση περιπλέκεται όταν το μάτι πέσει στο ποσοστό που διακρίνεται ακριβώς από κάτω.
Αναγνωρίζοντας ότι «είναι σημαντικό να εκπαιδεύσουμε τους καταναλωτές ώστε να μάθουν να διαβάζουν αυτές τις ετικέτες» ο κ. Ζαμπέλας θεωρεί ότι «με τα GDAs ο καταναλωτής είναι σε καλύτερη θέση να αποφασίσει το σωστό».
Πώς διαβάζεται το GDA
Πόσο πρέπει να λαμβάνουμε καθημερινά;
Είναι λάθος οι σημερινές ετικέτες;
Άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό “New Scientist” «δυναμιτίζει» τους υπάρχοντες υπολογισμούς της διατροφικής αξίας των ετικετών τροφίμων και υποστηρίζει πως μπορεί να παρουσιάζουν αποκλίσεις (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) κατά 5-25%. Σύμφωνα με τις επιστημονικές απόψεις που επικαλείται το άρθρο, οι ετικέτες τροφίμων όπως τις γνωρίζουμε σήμερα είναι λανθασμένες, γιατί δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το πεπτικό σύστημα, δηλαδή την ενέργεια που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός για να χωνέψει την κάθε τροφή.
Η επικρατούσα μέθοδος υπολογισμού των θερμίδων που αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Αμερικανό χημικό Γουίλμπουρ Όλιν Ατγουότερ χαρακτηρίζεται από αυτούς τους επιστήμονες ως «παρωχημένη». Στο σύστημα του Ατγουότερ, ο υπολογισμός των θερμίδων γίνεται με την καύση συγκεκριμένης (μικρής) ποσότητας τροφής υπό ελεγχόμενες συνθήκες και τη μέτρηση της θερμότητας που εκλύεται.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο βρετανός διατροφολόγος Τζέφρι Λίβσεϊ, ο αριθμός των θερμίδων που αποδίδονται στις πρωτεΐνες πρέπει να μειωθεί κατά 20%, γιατί οι πρωτεΐνες απαιτούν υπολογίσιμη ποσότητα ενέργειας προκειμένου να διασπαστούν στα αμινοξέα που τις αποτελούν. Ομοίως για τις διαιτητικές ίνες, θα πρέπει να υπολογιστεί στην αναγραφόμενη τιμή τους μια μείωση της τάξης του 25%. Οι ίνες αυτές πολύ πριν αποδώσουν στον οργανισμό το ενεργειακό τους μερίδιο, παρέχουν ενέργεια στα μικρόβια του εντέρου. Αυτό το ενεργειακό μερίδιο επομένως είναι πολύ μειωμένο σε σχέση με εκείνο που ως τώρα υπολογιζόταν. Ο Λίβσεϊ θεωρεί πως η ενεργειακή αξία των φυτικών ινών είναι 1,5 θερμίδες/γραμμάριο και όχι 2, κι ότι οι πρωτεΐνες αποφέρουν 3,2 θερμίδες/γραμμάριο αντί για 4.
Σύμφωνα με αυτή τη μερίδα των επιστημόνων, ακόμη κι ο τρόπος μαγειρέματος παίζει ρόλο στο θερμιδικό φορτίο που αποδίδει μια τροφή. Μια καλοψημένη μπριζόλα για παράδειγμα, θεωρούν πως αποδίδει περισσότερες θερμίδες από μια «σενιάν» μπριζόλα, του ίδιου ακριβώς βάρους. Επιπλέον, οι μαλακές τροφές, όπως ο κιμάς σε σχέση με ένα κομμάτι κρέας απαιτούν μικρότερη ενεργειακή δαπάνη από πλευράς του ανθρώπου που τις καταναλώνει.
Τι θα πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί το …σφάλμα του συστήματος του Ατγουότερ; Στο ερώτημα αυτό προσπάθησε να απαντήσει ειδική διεθνής επιτροπή που κατήρτισε ο Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, εξετάζοντας τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα μιας πιθανής αντικατάστασης του υπάρχοντος συστήματος με εκείνο που επικαλούνται οι ειδικοί σαν τον Λίβσεϊ, που να συνυπολογίζει δηλαδή το ενεργειακό κόστος της πέψης. Η αναφορά της επιτροπής κατέληγε στο συμπέρασμα: «Τα προβλήματα και τα εμπόδια που θα μπορούσαν να προκύψουν από μια τέτοια αλλαγή θα ξεπερνούσαν κατά πολύ τα οφέλη της». Κι αυτό, γιατί η αλλαγή του υπάρχοντος συστήματος θα απαιτούσε πιθανότατα συνθετότερες διατροφικές ετικέτες, τη στιγμή που άγνωστο παραμένει αν η πλειοψηφία των καταναλωτών μπορεί να ανταποκριθεί και να διαβάσει τις ήδη υπάρχουσες.
Ο ίδιος ο Λίβσεϊ δεν θεωρεί πως η αλλαγή του συστήματος που υποστηρίζει μπορεί να αποτελέσει «απάντηση» στη σύγχρονη μάστιγα της παχυσαρκίας. Επιμένει ωστόσο πως μια τέτοια αλλαγή θα βοηθούσε τους καταναλωτές να κάνουν πιο σωστές διατροφικές επιλογές βασιζόμενοι σε όλα τα νεώτερα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με την κατανόηση της διαδικασίας της πέψης.
Οι «έξυπνες» ετικέτες του μέλλοντος
Πάνω σε «έξυπνες» ετικέτες, που με τη βοήθεια ραδιοσυχνοτήτων και βιοχημικών αντιδράσεων θα μας δίνουν αναλυτικές πληροφορίες όλη την «ιστορία» των τροφίμων που αγοράζουμε από τη στιγμή που παρήχθησαν ως τη στιγμή που τα αγοράσαμε, εργάζονται επιστήμονες στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος «CHILL-ON».
Οι ετικέτες που θα δημιουργήσουν ως τα μέσα του 2010 θα συνδυάζουν δύο βασικά στοιχεία: α. μικρά αυτοκόλλητα που αλλάζουν χρώμα ανάλογα με το χρώμα ή τη θερμοκρασία συντήρησης του τροφίμου. Αλλάζοντας χρώμα, ενημερώνουν έτσι τον καταναλωτή αν το προϊόν έχει συντηρηθεί σε θερμοκρασίες εκτός των επιτρεπτών ορίων και προειδοποιούν για το υπόλοιπο του χρόνου συντήρησης. Aπλά στο σχεδιασμό τους, τα αυτοκόλλητα –γνωστά ως χρονοθερμοκρασιακοί δείκτες ή ΤΤΙ- χρησιμοποιούνται ήδη στις κιβωτιοπαλέτες χονδρικής διακίνησης τροφίμων. β. μικροτσίπ ραδιοσυχνοτήτων, δηλαδή μικροσκοπικούς ραδιοπομπούς (με πομπό, αντένα και μπαταρία), σε μορφή… στίκερ! Κάθε φορά που το προϊόν θα μετακινείται, η πληροφορία θα καταγράφεται από δέκτες που υπάρχουν σε διάφορα σημεία του καταστήματος. Μελλοντικά, την ιστορία του προϊόντος θα διαβάζει πλήρως και ο καταναλωτής, χρησιμοποιώντας ειδικούς αναγνώστες (readers) που θα βρίσκονται στο «έξυπνο» ψυγείο του, στο palm ή στο κινητό του.
«Οι νέες ετικέτες θα είναι χρήσιμες σε όλα τα στάδια της αλυσίδας, από την παραγωγή και τη συσκευασία, μέχρι το πιάτο μας. Θα αυξήσουν την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στα προϊόντα που αγοράζουν, θα διευκολύνουν τη διανομή και το χειρισμό των τροφίμων. Εργαζόμαστε ήδη πάνω σε ένα πρωτότυπο, όμως η μεγάλη πρόκληση είναι η μαζική του παραγωγή, ώστε να μειωθεί το κόστος του σε περίπου 0,01-0,02 ευρώ/ετικέτα», σημείωσε ο υπεύθυνος του προγράμματος Christian Colmer.
Τι πρέπει να υπάρχει υποχρεωτικά στις συσκευασίες τροφίμων;
Μια συσκευασία τροφίμων μπορεί να αναγράφει συνολικά ως και 30 διαφορετικά στοιχεία, με εξαίρεση κάποια ειδικά προϊόντα όπως το κρασί και το λάδι όπου τα αναγραφόμενα στοιχεία είναι ακόμη περισσότερα. Αυτά που υποχρεωτικά πρέπει να αναγράφονται στα συσκευασμένα τρόφιμα είναι τα εξής:
- το όνομα – εμπορική ονομασία τροφίμου
- το καθαρό βάρος του (e) ή τον όγκο του (υγρά)
- η ημερομηνία και ο αριθμός της παρτίδας
- ο επίσημος παραγωγός, ή ο διακινητής ή ο εισαγωγέας
- η διεύθυνση του παραγωγού
- τα συστατικά του τροφίμου (οτιδήποτε περιέχει, συμπεριλαμβανομένων και των προσθέτων και μπαίνουν σε φθίνουσα σειρά περιεκτικότητας)
- τα γενετικά τροποποιμένα συστατικά, αν η εταιρεία ηθελημένα τα χρησιμοποιεί. Σε περίπτωση τυχαίας εμφάνισης, λόγω επιμόλυνσης, αναφορά υπάρχει όταν αυτή υπερβαίνει το 1%.
- τα αλλεργιογόνα που περιέχει ή αν υπάρχει υποψία των αλλεργιογόνων (π.χ. η μονάδα διαχειρίζεται σουσάμι, σέλινο, μουστάρδα)
- όταν το προϊόν περιέχει συστατικά που δίνουν πρόσθετη αξία πρέπει να αναφέρεται επακριβώς το ποσοστό στο οποίο περιέχονται (π.χ. σοκολάτα- πόσο κακάο;, σοκολάτα γάλακτος –πόσο γάλα;, προϊόντα που περιέχουν φρούτα ή ελαιόλαδο).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου