Σύμφωνα με στοιχεία για την περίοδο 1989-1991, το αλκοόλ εκτιμάται ότι καταλαμβάνει ~2.5% της ενεργειακής πρόσληψης ενηλίκων στις ΗΠΑ σε σύγκριση με το προηγούμενο ~5%, που ήταν βασισμένο στα δεδομένα του NHANES ΙΙ (1976-1980). Δεν είναι σαφές το αν αυτή η αλλαγή αποδίδεται στην μειωμένη κατανάλωση ή σε μεθοδολογικές διαφορές του υπολογισμού της κατανάλωσης αλκοόλ. Σχεδόν το 67% των ενηλίκων του πληθυσμού των ΗΠΑ αναφέρεται ότι πίνει αλκοολούχα ποτά, ενώ το 33% υποστηρίζει ότι τα αποφεύγει. Οι διαβητικοί αναμφίβολα υπάγονται και στις δυο παραπάνω κατηγορίες.
Σύμφωνα με στοιχεία για την περίοδο 1989-1991, το αλκοόλ εκτιμάται ότι καταλαμβάνει ~2.5% της ενεργειακής πρόσληψης ενηλίκων στις ΗΠΑ σε σύγκριση με το προηγούμενο ~5%, που ήταν βασισμένο στα δεδομένα του NHANES ΙΙ (1976-1980). Δεν είναι σαφές το αν αυτή η αλλαγή αποδίδεται στην μειωμένη κατανάλωση ή σε μεθοδολογικές διαφορές του υπολογισμού της κατανάλωσης αλκοόλ. Σχεδόν το 67% των ενηλίκων του πληθυσμού των ΗΠΑ αναφέρεται ότι πίνει αλκοολούχα ποτά, ενώ το 33% υποστηρίζει ότι τα αποφεύγει. Οι διαβητικοί αναμφίβολα υπάγονται και στις δυο παραπάνω κατηγορίες.
Το αλκοόλ στα προϊόντα απόσταξης (σκληρά οινοπνευματώδη ποτά), στο κρασί και στην μπύρα είναι η αιθανόλη (αιθυλική αλκοόλη, C2H5OH). Είναι το δευτερεύων προϊόν της οξείδωσης των σακχάρων από τα ένζυμα της μαγιάς (ζύμωση). Ένα ποτό ή ένα αλκοολούχο ρόφημα ορίζεται κοινώς ως μια μπύρα 12-oz, ένα ποτήρι κρασί 5-oz ή ένα ποτήρι αποσταγμένου οινοπνευματώδους ποτού 1.5-oz. Το καθένα από αυτά περιέχει ~15 gr αλκοόλ. Οι καρδιοπροστατευτικές επιδράσεις του οινοπνεύματος δεν καθορίζονται από τον τύπο του αλκοολούχου ποτού. Μια περιληπτική αναφορά των οικολογικών, βασισμένων σε μια υπόθεση και πάνω σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού μελέτες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα τα αλκοολούχα ποτά συνδέονται με μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, ούτως ώστε πολλά από τα οφέλη οφείλονται στο ίδιο το αλκοόλ παρά σε άλλα συστατικά του κάθε τύπου ποτού.
Οι ίδιες προφυλάξεις που αφορούν τον γενικό πληθυσμό όσον αφορά την κατανάλωση αλκοόλ, απευθύνονται και στα άτομα με διαβήτη. Αποχή από το αλκοόλ συνίσταται στις γυναίκες κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και στα άτομα με ιατρικά προβλήματα όπως παγκρεατίτιδα, νευροπάθεια σε προχωρημένο στάδιο, έντονη υπερτριγλυκεριδαιμία ή κατάχρηση αλκοόλ. Στις «Διαιτητικές Κατευθυντήριες Γραμμές για Αμερικάνους» συνιστάται να μην γίνεται κατανάλωση μεγαλύτερη από 2 ποτά την ημέρα για τους ενήλικες άντρες και όχι περισσότερα από 1 ποτό την ημέρα για τις ενήλικες γυναίκες. Μετά από κατανάλωση αλκοόλ σε συγκρίσιμες ποσότητες, οι γυναίκες έχουν υψηλότερες συγκεντρώσεις αιθανόλης στο αίμα τους απ’ ότι οι άντρες, ακόμα και αν παραβλέψουμε τις διαφορές στην σωματική διάπλαση. Οι γυναίκες, σε σύγκριση με τους άντρες, έχουν μια αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα του αλκοόλ, που είναι το αποτέλεσμα του μειωμένου γαστρικού μεταβολισμού και της μειωμένης γαστρικής δραστηριότητας της αλκοολικής δεϋδρογονάσης. Το γεγονός αυτό ίσως συμβάλλει στην εντονότερη ευαισθησία των γυναικών στις επιδράσεις του οινοπνεύματος.
Αλκοόλ και Επίπεδα Γλυκόζης του Αίματος
Τα αλκοολούχα ποτά μπορεί να έχουν και υπό- και υπέρ-γλυκαιμικές επιδράσεις στους διαβητικούς ασθενείς κι αυτό εξαρτάται από την ποσότητα του αλκοόλ που απορροφάται άμεσα, από το αν καταναλώνεται μαζί ή χωρίς φαγητό και από το αν η χρήση του αλκοόλ είναι χρόνια ή υπερβολική. Μέτρια ή έντονη υπογλυκαιμία, όχι υπογλυκαιμία και υπεργλυκαιμία έχουν όλα αναφερθεί σε ασθενείς με διαβήτη, μετά από την κατανάλωση αλκοόλ. Η απορρόφηση μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ φαίνεται επίσης ότι αμβλύνει την συναίσθηση του υπογλυκαιμικού επεισοδίου σε διαβητικά άτομα τύπου 1.
Μέτριες ποσότητες αλκοόλ μπορούν να εντείνουν την δράση μείωσης γλυκόζης της εξωγενούς ινσουλίνης και ορισμένων στοματικών παραγόντων μείωσης των επιπέδων γλυκόζης. Παρόλο που το αλκοόλ δεν επηρεάζει τον ρυθμό και τον βαθμό της πτώσης της γλυκόζης του πλάσματος, φαίνεται ότι προκαλεί μεταβολές στην φάση ανάκτησης της γλυκόζης παρεμβαίνοντας με την ηπατική γλυκονεογένεση. Η παρακινούμενη από το αλκοόλ υπογλυκαιμία δεν αποκαθίσταται με την χορήγηση γλουκαγόνου, γιατί προκαλείται από έμμεση εξασθένηση της γλυκονεογένεσης και δεν σχετίζεται με υπερβολική έκκριση ινσουλίνης.
Σε άτομα με διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 έχει αποδειχθεί ότι η απορρόφηση μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ μαζί με φαγητό ή snack, δεν έχει άμεση επίδραση στην γλυκόζη του αίματος ή στα επίπεδα ινσουλίνης. Ο κίνδυνος περιστατικών προκαλούμενων από το αλκοόλ υπογλυκαιμίας κατά την διάρκεια της νηστείας είναι μέτριος για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 και υπάρχει μόνο εάν ακολουθούν θεραπευτική αγωγή με ινσουλίνη ή ουσίες υποβοήθησης έκκρισης ινσουλίνης.
Η Σχέση του Αλκοόλ με Άλλους Κινδύνους για την Υγεία
Η βαριά ή υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ είναι μια από τις βασικές και αποφευκτές αιτίες θανάτου στις ΗΠΑ. Ίσως υπάρχουν πρόσθετες ειδικές αρνητικές επιδράσεις της χρόνιας κατανάλωσης αλκοόλ για τους διαβητικούς ασθενείς. Στα άτομα με διαβήτη τύπου 2, η χρόνια απορρόφηση οινοπνεύματος (συνήθης πρόσληψη ~45 gr/ημέρα) προκαλεί επιδείνωση του μεταβολισμού της γλυκόζης, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Επομένως, ο μεταβολικός έλεγχος θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά στην περίπτωση που το αλκοόλ αποτελεί ένα αναπόφευκτο συστατικό της δίαιτας του διαβητικού ασθενούς. Οι επιδράσεις που προκαλούνται από την κατάχρηση αλκοόλ είναι αντιστρέψιμες μετά από αποχή από το αλκοόλ για διάστημα 3 ημερών.
Επιδημιολογικά στοιχεία σε υγιή μη διαβητικά άτομα υποδεικνύουν ότι η ελαφριά έως μέτρια απορρόφηση αλκοόλ σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο επίπτωσης διαβήτη τύπου 2, εγκεφαλικού επεισοδίου και αυξημένης ευαισθησίας της ινσουλίνης, παρόλο που η ευαισθησίας της ινσουλίνης πιθανόν να εξασθενεί εξαιτίας της συνολικού πάχους. Σε διαβητικούς ενήλικες, η χρόνια κατανάλωση μικρών έως μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ (5-15 gr/ημέρα) σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο επίπτωσης στεφανιαίας καρδιαγγειακής νόσου, ίσως χάρη στην συνεπακόλουθη αύξηση της HDL χοληστερόλης. Απαιτούνται αναμενόμενες μακροπρόθεσμες μελέτες για να επιβεβαιώσουν αυτές τις παρατηρήσεις.
Η απορρόφηση αλκοόλ αυξάνει την ικανότητα της λιποπρωτεϊνικής σύνθεσης και ειδικότερα για την VLDL χοληστερίνη. Αυτή η αύξηση της σύνθεσης εντείνεται όταν συνυπάρχει και γενετική προδιάθεση, δίαιτα με υψηλό περιεχόμενο σε λίπος και διαβήτης. Η αυξημένη λιποπρωτεϊνική σύνθεση ίσως όμως να είναι περισσότερο ένα αποτέλεσμα της χρόνιας κατάχρησης αλκοόλ καθώς, σε μια μελέτη, μη διαβητικά άτομα με υπερτριγλυκεριδαιμία νηστείας κατανάλωσαν το ισοδύναμο δυο αλκοολούχων ποτών και δεν παρουσίασαν καμία άμεση αύξηση των τριγλυκεριδίων τους. Αυτό το αποτέλεσμα δηλώνει ότι άνθρωποι με υπερτριγλυκεριδαιμία μπορούν ίσως να καταναλώνουν αλκοόλ, όμως περιστασιακά και συνετά.
Φαίνεται πως υπάρχει μια σχέση μορφής U ή J μεταξύ της κατανάλωσης οινοπνεύματος και της αρτηριακής πίεσης. Μικρές έως μέτριες ποσότητες αλκοόλ δεν αυξάνουν την αρτηριακή πίεση. Ωστόσο, υπάρχει μια ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ της χρόνιας κατάχρησης αλκοόλ (>30-60 gr/ημέρα) και της αύξησης της αρτηριακής πίεσης τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Κάθε επιπρόσθετη ποσότητα 10 gr στην πρόσληψη αλκοόλ όταν αυτή είναι >30 gr/ημέρα, αυξάνει την συστολική αρτηριακή πίεση κατά μέσο όρο 1–2 mmHg και την διαστολική αρτηριακή πίεση κατά 1 mmHg. Επιπλέον, εκτός από το ότι μάλλον αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση υπέρτασης, το αλκοόλ είναι πιθανόν ότι επηρεάζει την δραστικότητα αντί-υπερτασικής αγωγής και αυτό ίσως αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου εγκεφαλικών επεισοδίων.
Υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για την ορθότητα των κάτωθι ισχυρισμών:
- Εάν τα άτομα επιλέξουν να πίνουν αλκοόλ, η ημερήσια πρόσληψη θα πρέπει να περιοριστεί σε ένα ποτό ημερησίως για τις ενήλικες γυναίκες και σε δυο για τους ενήλικους άντρες. Ένα ποτό ορίζεται ως μια μπύρα 12-oz, ένα ποτήρι κρασί 5-oz ή ένα ποτήρι αποσταγμένου ποτού 1.5-oz.
- Δεν υπάρχουν διαφορές ανάλογα με τον τύπο του αλκοολούχου ποτού που καταναλώνεται.
- Όταν μέτριες ποσότητες αλκοόλ καταναλώνονται μαζί με φαγητό, δεν υπάρχει επίδραση στα επίπεδα γλυκόζης του αίματος.
- Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας, το αλκοόλ θα πρέπει να καταναλώνεται μαζί με φαγητό.
- Η απορρόφηση μικρών έως μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ δεν αυξάνει την αρτηριακή πίεση. Χρόνια καταχρηστική κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει την αρτηριακή πίεση και πιθανόν αποτελεί ένα παράγοντα κινδύνου επίπτωσης εγκεφαλικού.
- Οι έγκυες γυναίκες και τα άτομα με ιατρικά προβλήματα όπως παγκρεατίτιδα, νευροπάθεια σε προχωρημένο στάδιο, έντονη υπερτριγλυκεριδαιμία ή κατάχρηση αλκοόλ, θα πρέπει να συμβουλεύονται να μην κάνουν κατανάλωση αλκοόλ.
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που υποστηρίζουν την ορθότητα του κάτωθι ισχυρισμού:
Υπάρχουν ενδεχόμενα οφέλη από την απορρόφηση μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ, όπως είναι ο μειωμένος κίνδυνος επίπτωσης διαβήτη τύπου 2, στεφανιαίας καρδιαγγειακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Ο ακόλουθος ισχυρισμός είναι βασισμένος στην ομοφωνία των εμπειρογνωμόνων:
Τα αλκοολούχα ποτά θα πρέπει να θεωρούνται για όλους τους διαβητικούς ασθενείς ως ένα πρόσθετο του συνηθισμένου τροφικού πλάνου. Το φαγητό δεν πρέπει να παραλείπεται.
Παναγιωτοπούλου Ευαγγελία, Διαιτολόγος Διατροφολόγος, Πτυχιούχος Α.ΤΕ.Ι.Θ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου