Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή νομοθεσία (Directive 2003/89/EC of the European Parliament and of the Council of 10 November 2003 on ingredients present in foodstuffs), είναι υποχρεωτικό να απαριθμούνται, κατά φθίνουσα σειρά βάρους, όλα τα συστατικά που περιλαμβάνονται σε ένα τρόφιμο, συμπεριλαμβανομένων του νερού και των πρόσθετων.
Καθετί που περιέχεται σε «σύνθετο συστατικό» πρέπει επίσης να αναγράφεται, εκτός αν αυτή η ουσία έχει καταγραφεί ήδη ως αυτούσιο συστατικό ή υπάρχει σε ποσότητα μικρότερη ενός ορίου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι πιθανό αλλεργιογόνο.
Δώδεκα (12) αλλεργιογόνα συστατικά τροφίμων έχουν καθιερωθεί, τα οποία πρέπει πάντα να ονομάζονται με ακρίβεια.
Κατάλογος της ΕΕ πιθανών αλλεργιογόνων που πρέπει να αναγράφονται στις ετικέτες των τροφίμων:
• Δημητριακά που περιέχουν γλουτένη (δηλ. οι σπόροι του σιταριού, της σίκαλης, του κριθαριού, της βρώμης, του kamut ή των υβριδίων τους) και τα παράγωγά τους
• Οστρακοειδή και τα παράγωγά τους
• Αβγά και τα παράγωγά τους
• Ψάρια και τα παράγωγά τους
• Φιστίκια και τα παράγωγά τους
• Σόγια και τα παράγωγά της
• Γάλα και τα παράγωγά του (συμπεριλαμβανομένης της λακτόζης)
• Ξηροί καρποί, π.χ. αμύγδαλα (Amygdalus communis L..), φουντούκια (Corylus avellana), καρύδια (Jaglans regia), κάσιους (Anacardium occidentale), καρύδι πεκάν (Carya illinoiesis (Wangenh.) Κ. Koch), φιστίκι Βραζιλίας (Bertholletia excelsa), φιστίκια Αιγίνης (Pistacia vera), macadamia και καρύδι του Queensland (Macadamia ternifolia) και τα παράγωγά τους
• Σέλινο και τα παράγωγά του
• Μουστάρδα και τα παράγωγά της
• Σπόροι σουσαμιού και τα παράγωγά του
• Διοξείδιο του θείου και θειώδη άλατα σε συγκεντρώσεις μεγαλύτερες από 10 mg/kg ή 10 mg/l εκφρασμένα ως SO2.
Ακόμη, υπάρχουν οδηγίες για την παρουσίαση των πρόσθετων, των γλυκαντικών υλών, των αρωματικών ουσιών και των συστατικών τροφίμων που παράγονται από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Επιπροσθέτως, τα συστατικά που έχουν ακτινοβοληθεί πρέπει να σημαίνονται καταλλήλως.
Η ποσότητα των κύριων ή χαρακτηριστικών συστατικών ενός προϊόντος πρέπει να δηλώνεται, συνήθως ως ποσοστό στις εξής περιπτώσεις: όταν το συστατικό (ή η κατηγορία συστατικού) εμφανίζεται στην ονομασία του τροφίμου, συνδέεται φυσιολογικά με αυτό το τρόφιμο, ή του δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην ετικέτα.
Επεξήγηση των συστατικών
Παρακάτω δίνεται μια επεξήγηση ορισμένων συστατικών:
• Το χαρούπι (carob) φτιάχνεται από τους εδώδιμους λοβούς του σπόρου της χαρουπιάς. Η γλυκιά σάρκα του χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός υποκατάστατου της σοκολάτας ενώ οι σπόροι του χρησιμοποιούνται για να εξαχθεί το «κόμμι του χαρουπιού», που χρησιμοποιείται ως γαλακτωματοποιητής, σταθεροποιητής, και ως πηκτική ουσία τροφίμων (E410) στη βιομηχανία ζαχαρωδών προϊόντων, ποτών και ψημένων προϊόντων.
• Η καραγεννίνη (carrageenan) είναι ένας φυσικός υδατάνθρακας που εξάγεται από το κόκκινο φύκι. Χρησιμοποιείται ως πρόσθετη ουσία πήξης, πύκνωσης ή σταθεροποίησης (E407) και μπορεί να βρεθεί σε επιδόρπια, σάλτσες και στο επεξεργασμένο κρέας.
• Το κόμμι guar (guar gum) είναι ένας πολυσακχαρίτης που εξάγεται από το φασόλι guar. Το ιδιαίτερα κατεργασμένο κόμμι guar χρησιμοποιείται στα τρόφιμα ως πυκνωτική και σταθεροποιητική πρόσθετη ουσία (E412), ιδιαίτερα στα «ζελέ», το παγωτό και τις σάλτσες σαλάτας.
• Υδρογονωμένο φυτικό έλαιο (hydrogenated vegetable oil) είναι ένα γενικό όνομα κατηγοριοποίησης που αναφέρεται στο φυτικό έλαιο, το οποίο έχει μετατραπεί σε στερεό ή ημιστερεό, μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται υδρογόνωση. Όλα τα υδρογονωμένα φυτικά έλαια (π.χ. ηλιέλαιο, σόγια, granola) καλύπτονται από αυτόν τον όρο.
Η υδρογόνωση παράγει μια πιο επιθυμητή δομή (π.χ. στα ψημένα προϊόντα), αλλά μπορεί να οδηγήσει στον σχηματισμό trans λιπαρών οξέων, τα οποία εμπλέκονται ως παράγοντας κινδύνου στα καρδιακά προβλήματα. Οι καταναλωτές ενθαρρύνονται χαρακτηριστικά να αναζητούν τις λέξεις «υδρογονωμένο» και «μερικώς υδρογονωμένο» στον κατάλογο συστατικών για να συμπεράνουν αν ένα προϊόν περιέχει trans λίπος.
Οι εναλλακτικές μέθοδοι (π.χ. εστεροποίηση, κλασμάτωση) χρησιμοποιούνται τώρα ευρύτερα για να παράγουν στέρεες μαργαρίνες, καθώς και άλλα λίπη και έλαια με σκληρή δομή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σχετική νομοθεσία (Directive 2000/13/EC of the European Parliament and of the Council of 20 March 2000 relating to the labelling, presentation and advertising of foodstuffs) για τις επιγραφές των τροφίμων καθοδηγεί τον καταναλωτή ότι ένα τρόφιμο θεωρείται χωρίς κορεσμένα λιπαρά αν περιέχει λιγότερο από 0.1 γραμμάρια κορεσμένα και τρανς λιπαρά ανά 100 γραμμάρια ή 100ml.
• Η υδρολυμένη φυτική πρωτεΐνη (hydrolysed vegetable protein) είναι μια πρωτεΐνη που προέρχεται από φυτική πηγή, όπως το καλαμπόκι, τη σόγια ή το σιτάρι, και η οποία έχει διασπαστεί σε αμινοξέα, μέσω μιας διαδικασίας όξινης ή ενζυματικής υδρόλυσης. Έχει γεύση κρέατος και χρησιμοποιείται ευρέως ως μυρωδικό στα προϊόντα με καρυκεύματα.
• Η λεκιθίνη (lecithin) είναι μια λιπαρή ουσία που βρίσκεται στα φασόλια σόγιας, στους κρόκους αβγών και στο ηλιέλαιο. Χρησιμοποιείται κυρίως ως γαλακτωματοποιητής (E322) και μπορεί να βρεθεί στη σοκολάτα, τις σάλτσες σαλάτας και τα παγωμένα επιδόρπια. Η λεκιθίνη είναι ένα απαραίτητο θρεπτικό συστατικό για να έχουμε καλή υγεία, ζωντάνια και είναι απαραίτητη για την αναζωογόνηση.
Η λεκιθίνη είναι ένα από τα κύρια θρεπτικά συστατικά στα κύτταρα των εγκεφαλικών νεύρων και στο σπέρμα και είναι απαραίτητη για τη δομή των κυτταρικών μεμβρανών. Είναι φυσικός γαλακτωματοποιητής του λίπους και ως εκ τούτου προλαμβάνει τη συσσώρευση χοληστερίνης και επιβραδύνει την αρτηριοσκλήρυνση.
Είναι επίσης και καλή πηγή της αναζωογονητικής βιταμίνης Ε και δύο βιταμινών Β (χολίνη και ινοσιτόλη), οι οποίες επιβραδύνουν τη διαδικασία της γήρανσης.
Η λεκιθίνη παράγεται στον οργανισμό από τη χολίνη, το φωσφορικό οξύ και τα λιπαρά οξέα και βρίσκεται σε διάφορες τροφές (π.χ φασόλια, αυγά, φύτρο σιταριού).
Μεγάλες ποσότητες λεκιθίνης μπορούν να αυξήσουν τα επίπεδα ακετυλοχολίνης, ουσία που επηρεάζει άτομα με ψυχικές ασθένειες.
Δεν έχουν αναφερθεί αντενδείξεις ή προφυλάξεις στην λήψη της λεκιθίνης.
• Το άμυλο (starch) είναι ένας υδατάνθρακας που συναντάται στη φύση και που προέρχεται από φυτικές πηγές (σπόρους, ρίζες, όσπρια).
Προϊόντα που παράγονται από τα φυσικά άμυλα είναι:
- Η δεξτρίνη (dextrin) είναι ελαφρύς υδατάνθρακας και η μαλτοδεξτρίνη (maltodextrin) πολυσακχαρίτης που παράγονται από την κατατομή του αμύλου κατά τη διαδικασία της υδρόλυσης. Οι δεξτρίνες παράγονται γενικά από το άμυλο (από καλαμπόκι, σιτάρι ή πατάτα) και χρησιμοποιούνται ως υλικά πληρώσεως και πύκνωσης σε γλυκά, στα εύκολα τρόφιμα (π.χ. στιγμιαίες σούπες) για διαιτητική χρήση, καθώς και ως μεταφορείς γεύσης. H δεξτρίνη ανήκει στην κατηγορία των επιπρόσθετων χημικών (Additional chemicals) των πρόσθετων τροφίμων με Ε 1400.
- Τα σιρόπια γλυκόζης (glucose syrups) είναι γλυκά υδατικά διαλύματα σακχαριτών, που γίνονται από τη μερική υδρόλυση του αμύλου από τα οξέα ή/ και τα ένζυμα των τροφίμων. Ανάλογα με το βαθμό υδρόλυσης, περιέχουν διάφορα ποσά γλυκόζης. Το σιρόπι γλυκόζης χρησιμοποιείται ιδιαίτερα ως γλυκαντική ουσία για τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής και τα μη αλκοολούχα ποτά και είναι επίσης ένα φυσικό υπόστρωμα για την παραγωγή οινοπνεύματος.
- Τα τροποποιημένα άμυλα τροφίμων είναι προϊόντα που παράγονται από άμυλα (π.χ. από τον αραβόσιτο, το σίτο και την πατάτα), τα οποία έχουν υποστεί κατεργασία με χημικά, φυσικά ή βιολογικά μέσα (π.χ. με προμαγείρεμα), για να παραχθούν οι επιθυμητές ιδιότητες. Χρησιμοποιούνται στη βιομηχανία τροφίμων ως πυκνωτικές, σταθεροποιητικές, πηκτικές ουσίες, ως σύνδεσμοι ή γαλακτωματοποιητές, π.χ. στις σάλτσες, τον ζωμό, τις σούπες, τα κατεψυγμένα πιάτα και τα ζαχαρώδη προϊόντα. Μια άλλη μορφή τροποποίησης είναι η «προζελατινοποίηση» του αμύλου, που του επιτρέπει να διαμορφώσει ένα πήκτωμα σε κρύο νερό, όπως συμβαίνει σε πολλά στιγμιαία επιδόρπια.
- Οι πολυόλες (polyols) είναι σακχαρο-αλκοόλες ή υδρογονωμένοι υδατάνθρακες. Είναι επίσης γνωστές ως υποκαταστάτες της ζάχαρης, διογκωτικές γλυκαντικές ουσίες ή γλυκαντικές ουσίες χωρίς ζάχαρη. Μερικές πολυόλες βρίσκονται φυσικά σε διάφορα φρούτα και λαχανικά, π.χ. η σορβιτόλη βρίσκεται στο μήλο και το αχλάδι.
Ο συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες πολυόλες είναι η σορβιτόλη, η μαννιτόλη, η μαλτιτόλη, η ισομαλτίνη, η λακτιτόλη, η ξυλιτόλη και η ερυθριτόλη. Στα τρόφιμα, οι πολυόλες χρησιμοποιούνται κυρίως ως γλυκαντική ουσία που υποκαθιστά τη ζάχαρη∙ εκπληρώνουν και άλλες τεχνολογικές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένων των δράσεών τους ως διογκωτικοί, γαλακτωματοποιητικοί, πηκτικοί, γυαλιστικοί και αντισυγκολλητικοί παράγοντες.
Αντίθετα από άλλους υδατάνθρακες, δεν προωθούν την τερηδόνα στα δόντια και δεν προκαλούν αιφνίδιες αυξήσεις στα επίπεδα γλυκόζης αίματος∙ παρέχουν λιγότερες θερμίδες έναντι άλλων υδατανθράκων. Οι πολυόλες βρίσκονται στα προϊόντα χωρίς ζάχαρη, στα light προϊόντα χωρίς προστιθέμενα ή με μειωμένα σάκχαρα, τα γλυκά χωρίς ζάχαρη και τις τσίχλες.
Οι κατηγορίες των προσθέτων των τροφίμων
Παρουσιάζονται οι κωδικοί αριθμοί Ε για κάθε κατηγορία προσθετικών/συντηρητικών ουσιών
Χρωστικές ουσίες: Ε100-180
Συντηρητικές ουσίες: Ε200-297
Αντιοξειδωτικές ουσίες: Ε300-321
Ομοιογενοποιητές, σταθεροποιητές, πηκτικές ουσίες: Ε322-495
Βοηθητικές ουσίες επεξεργασίας: Ε500-585
Ουσίες ενισχυτικές της γεύσης: Ε620-640
Παράγοντες που βελτιώνουν την εξωτερική όψη (glazing agents): Ε900-948
Αέρια συσκευασίας: Ε941-948
Γλυκαντικές ουσίες: Ε950-967
Διάφορες άλλες προσθετικές ουσίες: Ε999-1518
Πηγή: Απόδοση από EUFIC
Γράφει η: Ελένη Π. Ανδρέου, RD, LD, DProf Cand., Κλινική Διαιτολόγος