Χαίρετε, στην ιστοσελίδα κατά διαστήματα δημοσιεύονται άρθρα κυρίως από έρευνες, γνώστες του αντικειμένου και ειδικευμένους σε θέματα διατροφής, ιατρικής, βοτανολογίας, γυμναστικής κ.α. αναφέροντας χαρακτηριστικά ευεξίας, ιδιότητες και όχι μόνο, που σκοπό έχουν την καλύτερη υγεία και ψυχολογία του ανθρώπου και ποιο ποιοτικό τρόπο ζωής!
Οστεοπόρωση 2008: Οι Νέες Διατροφικές Οδηγίες
Οστεοπόρωση: πριν τα φάρμακα υπάρχει ο ήλιος, η διατροφή και η άσκηση
Η οστεοπόρωση είναι ένα εκφυλιστικό νόσημα του σκελετού που αφορά περίπου 1 στις 3 γυναίκες και 1 στους 5 άνδρες μετά την ηλικία των 50 ετών. Ο αριθμός των πασχόντων αναμένεται να μεγαλώσει δραματικά τις επόμενες δεκαετίες λόγω της αύξησης του αριθμού των ηλικιωμένων, της επιμήκυνσης της ζωής, αλλά και του σύγχρονου τρόπου ζωής. Η οστεοπόρωση για πολλά χρόνια παραμένει «σιωπηλή νόσος» δηλαδή ο ασθενής δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Όμως οι ασθενείς με οστεοπόρωση διατρέχουν μεγάλο κίνδυνο να υποστούν κάποιο κάταγμα χωρίς σοβαρό τραυματισμό. Τα κατάγματα αυτά συνήθως συμβαίνουν στη σπονδυλική στήλη, το ισχίο και τον καρπό και προκαλούν μεγάλη νοσηρότητα. Μετά από ένα σπονδυλικό κάταγμα οι ασθενείς διατρέχουν πενταπλάσιο κίνδυνο να πάθουν νέο κάταγμα και τελικά να παρουσιάσουν κύφωση με την πάροδο του χρόνου. Επίσης, όσοι παθαίνουν κάταγμα του ισχίου έχουν αυξημένο κίνδυνο να χάσουν τη ζωή τους ή να παραμείνουν ανάπηροι. Αρκετοί παράγοντες έχουν ενοχοποιηθεί για την πρόκληση της οστεοπόρωσης. Πρωταρχικό ρόλο παίζει η κληρονομικότητα αλλά και ο τρόπος ζωής. Η πτωχή δίαιτα σε γαλακτοκομικά (ιδίως κατά την παιδική ηλικία και την εμμηνόπαυση), η ελαττωμένη άσκηση, το κάπνισμα, η υπερβολική κατανάλωση καφέ και αλκοολούχων ποτών, καθώς και διάφορα νοσήματα (π.χ. νοσήματα του θυρεοειδούς, του εντέρου, ρευματικές παθήσεις) ή φάρμακα (π.χ. κορτιζόνη) είναι οι κυριότεροι παράγοντες κινδύνου για την ελάττωση της οστικής μάζας και την εμφάνιση καταγμάτων. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η έλλειψη επαρκούς έκθεσης στον ήλιο η οποία είναι απαραίτητη για τη σύνθεση της βιταμίνης D. Οι ανάγκες του οργανισμού σε βιταμίνη D για τη διατήρηση της ακεραιότητας των οστών δεν καλύπτονται από τη σύγχρονη διατροφή και η κύρια πηγή είναι η έκθεση στο ηλιακό φως. Δυστυχώς η εκτεταμένη χρήση των αντιηλιακών (για την πρόληψη των δερματικών καρκίνων) στερεί από τον οργανισμό την κύρια πηγή βιταμίνης D. H πρόληψη λοιπόν της οστεοπόρωσης αρχίζει από τη σωστή διατροφή, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει καθημερινά 3 μερίδες γαλακτοκομικών (ιδιαίτερα κατά την εφηβεία και μετά την εμμηνόπαυση) και να αποφεύγει την κατάχρηση πρωτεϊνών, καφέ και αλκοολούχων. Η καθημερινή άσκηση για 30 λεπτά επιβάλλεται τόσο στη νεαρή ηλικία για την απόκτηση δυνατού σκελετού όσο και στους ηλικιωμένους για την ενδυνάμωση των εξασθενημένων οστών. Απαραίτητη επίσης είναι η καθημερινή έκθεση στον ήλιο τουλάχιστον για 20 λεπτά με ακάλυπτα από ρούχα μέρη του σώματος (π.χ. πρόσωπο, χέρια, πόδια). Μετά την εμμηνόπαυση οι γυναίκες πρέπει να συμβουλεύονται το γιατρό τους για την πιθανότητα να παρουσιάσουν οστεοπόρωση. Σε αυτές που παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο χρειάζεται ο προσδιορισμός της οστικής μάζας (με ειδική εξέταση μέτρησης οστικής πυκνότητας) και πιθανά και κάποιες εξετάσεις αίματος και ούρων. Τα ίδια ισχύουν για όλες τις γυναίκες άνω των 65 ετών, τους άνδρες άνω των 70 ετών καθώς και τα νεότερα άτομα που πάσχουν από ασθένειες ή που παίρνουν φάρμακα που προκαλούν οστεοπόρωση. Σε όσους έχει εγκατασταθεί η οστεοπόρωση χρειάζεται θεραπεία με ειδικά φάρμακα για να προληφθούν τα κατάγματα. Τα αντιοστεοπορωτικά φάρμακα είναι πλέον ιδιαίτερα αποτελεσματικά. Μέχρι πριν λίγα χρόνια όμως τα διαθέσιμα φάρμακα προκαλούσαν διάφορα προβλήματα σε πολλούς ασθενείς και αργά ή γρήγορα αναγκάζονταν να διακόψουν τη θεραπεία. Σημαντική εξέλιξη αποτέλεσε η κυκλοφορία φαρμάκων με αραιότερα του καθημερινού δοσολογικά σχήματα όπως η ιβανδρονάτη που χορηγείται σε χάπι μία φορά το μήνα. Η ευκολία χορήγησης (12 χάπια το χρόνο) βελτίωσε σημαντικά τη συμμόρφωση των πασχόντων στη θεραπεία ενώ η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου έχει αποδειχθεί σε μεγάλες κλινικές μελέτες, στις οποίες μετείχαν περισσότεροι από 12.000 ασθενείς.
Άρθρο του Δρ Παναγιώτη Τρόντζα Ρευματολόγου, Διδάκτωρος του Πανμίου Αθηνών