Όλοι μας κάποια στιγμή για τον ένα ή τον άλλο λόγο έχουμε αναγκαστεί να λάβουμε κάποια μορφή φαρμακευτικής θεραπείας. Όλοι μας επίσης έχει τύχει να παρατηρήσουμε πως κατά τη διάρκεια ή μετά τη λήξη της η ζυγαριά μας δείχνει μερικά κιλά βαρύτερους. Κατά πόσο όμως μπορεί η αύξηση βάρους να αποδοθεί στη φαρμακευτική θεραπεία; Και αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο τί γίνεται στην περίπτωση φαρμάκων που λαμβάνονται για χρόνιες ασθένειες και κατά συνέπεια για μακρύ χρονικό διάστημα;
Για να απαντηθούν αυτά τα καίρια ερωτήματα έχουν διεξαχθεί διάφορες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες στις οποίες υπήρχαν δύο ομάδες ασθενών. Αυτοί οι οποίοι λάμβαναν το ‘παχυσαρκογόνο’ φάρμακο και αυτοί οι οποίοι λάμβαναν ένα εικονικό φάρμακο το οποίο δεν είχε καμία επίδραση (placebo). Η διάρκεια αυτών των μελετών ήταν τουλάχιστον τρεις μήνες και σε μερικές έφτανε μέχρι και τον ένα χρόνο παρακολούθησης. Αξίζει επιπρόσθετα να αναφερθεί πως σε πολύ λίγες μελέτες το κύριο στοιχείο έρευνας ήταν η αλλαγή του σωματικού βάρους. Θα ήταν πιο εύστοχο να ειπωθεί πως μελετώντας την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των φαρμάκων οι ερευνητές κατέγραφαν επιπρόσθετα το βάρος των ασθενών και παρατηρούσαν τις διακυμάνσεις του. Για άλλα φάρμακα τα στοιχεία επιβεβαιώνονται συνεχώς από τις διάφορες μελέτες, ενώ για άλλα τα στοιχεία από ποικιλες μελέτες είναι αντικρουόμενα και άρα όχι τόσο επιβεβαιωμένα. Τα φάρμακα που σίγουρα προκαλούν αύξηση βάρους ανήκουν σε διαφορετικές κατηγορίες και αφορούν διαφορετικές παθήσεις. Είναι όλα όμως φάρμακα πρώτης γραμμής για την αντιμετώπιση των ασθενειών αυτών. Έτσι, στην κατηγορία των φαρμάκων για τον σακχαρώδη διαβήτη αύξηση βάρους προκαλούν η ινσουλίνη, οι σουλφονυλουρίες και οι θειαζολιδινεδιόνες.
Ειδικά για την περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι (νεανικός διαβήτης) ενδιαφέρον αποτελεί η παρατήρηση πως η ασθένεια προκαλεί απώλεια βάρους και η ανταπόκριση στη φαρμακευτική θεραπεία προκαλεί αύξηση βάρους τέτοια που συχνά ξεπερνά τα επίπεδα του φυσιολογικού. Στην περίπτωση της αρτηριακής υπέρτασης οι αποκλειστές των β-αδρενεργικών υποδοχέων έχουν εκτός των άλλων ανάλογα αποτελέσματα. Αυτό γίνεται στην περίπτωση αυτή μέσω ταυτόχρονης μείωσης του μεταβολικού ρυθμού του οργανισμού. Σε αυτή την κατηγορία φαρμάκων η αύξηση δεν είναι μεγάλη και η προπανολόλη φαίνεται πως έχει την πιο έντονη επίδαση σε σχέση με τα υπόλοιπα. Τα κορτικοστεροειδή, όπως η κορτιζόνη που δίνονται στις περιπτώσεις φλεγμονωδών παθήσεων αυξάνουν το σωματικό βάρος με το να αυξάνουν την όρεξή μας. Στην περίπτωση των αλλεργιών και του αλλεργικού συναχιού φάρμακα όπως η κυπροεπταδίνη μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση του σωματικού βάρους.
Συνεχίζοντας, φάρμακα που δίνονται για την αντιμετώπιση των ψυχικών διαταραχών όπως η ψύχωση (αντιψυχωτικά φάρμακα), η διπολική διαταραχή (λίθιο) και η κατάθλιψη (τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά) έχουν συνήθως αυτή την ανεπιθύμητη παρενέργεια. Πρέπει να τονιστεί πως από τα αντιψυχωτικά φάρμακα η ολανζαπίνη και κλοζαπίνη έχουν συσχετιστεί με μεγαλύτερες αυξήσεις σωματικού βάρους. Τέλος, στην περίπτωση της επιληψίας, σε ανάλογο αποτέλεσμα μπορεί να οδηγήσει το βαλπροϊκό νάτριο. Χαρακτηριστικό είναι πως στην περίπτωση των αντιψυχωτικών φαρμάκων έχουν παρατηρηθεί οι μεγαλύτερες μεταβολές του σωματικού βάρους.
Ένα άλλο ερώτημα που έχει προβληματίσει την επιστημονική κοινότητα είναι το κατά πόσο η αύξηση αυτή είναι φαρμακολογικά δοσοεξαρτώμενη. Οι διάφορες μελέτες που εξέτασαν την περίπτωση αυτή δεν ανίχνευσαν τέτοια σχέση, ενώ ελάχιστες μελέτες υπέδειξαν μια τέτοια σχέση στην περίπτωση της ινσουλίνης και του σακχαρώδη διαβήτη. Μια ανάλογη συσχέτιση έχει γίνει για την ίδια πάθηση και για τη θειαζολιδινεδιόνη ροζιγλιταζόνη. Μια άλλη διαπίστωση αφορά τη χρονική στιγμή της φαρμακευτικής θεραπείας που παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της αύξησης βάρους και τη χρονική στιγμή από την οποία και έπειτα ο οργανισμός αρχίζει και προσαρμόζεται και η αύξηση δεν είναι τόσο εμφανής. Οι διάφορες μελέτες καταδεικνύουν πως το φαινόμενο είναι έντονο στην αρχή της φαρμακευτικής θεραπείας για να αρχίσει να εξασθενεί μέσα στους έξι με δώδεκα μήνες της αγωγής. Αν σε όλα αυτά συνυπολογιστεί το γεγονός πως οι περισσότεροι ενήλικες προσλαμβάνουν κατά μέσο όρο μισό με ένα κιλό κάθε χρόνο, τότε μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτή η συμβολή των φαρμάκων αυτών στην αύξηση του επιπολασμού της παχυσαρκίας και στην επιβάρυνση της δημόσιας υγείας.
Τέλος, η αύξηση του σωματικού βάρους ως αποτέλεσμα της φαρμακευτικής αγωγής είναι μία από τις αιτίες μη τήρησής της. Έτσι, η νόσος επιδεινώνεται και η δημόσια υγεία επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο. Ιδιαίτερα στην αντιψυχωτική θεραπεία η αύξηση του βάρους αποτελεί τη σημαντικότερη αιτία μη συμμόρφωσης με τη φαρμακευτική θεραπεία. Έτσι πλέον το θέμα αυτό στις συγκεκριμένη κατηγορία παθήσεων αποτελεί αντικείμενο έρευνας και η αντιμετώπισή του θεωρείται μείζονος σημασίας. Γι’ αυτό ακριβώς ο θεράπων ιατρός θα ήταν καλό να συζητά με τον ασθενή του το ενδεχόμενο της ανεπιθύμητης αυτής παρενέργειας και αν χρειαστεί να τον παραπέμπει σε διαιτολόγο για την άμεση αντιμετώπισή της.
Ανακεφαλαιώνοντας, μπορεί να ειπωθεί πως μια ευρεία γκάμα φαρμάκων που συνταγογραφούνται καθημερινά έχουν ως παρενέργεια την αύξηση του σωματικού βάρους. Οι διαφορές στη δοσολογία, στους πληθυσμούς που παρακολουθήθηκαν κάθε φορά, στη διάρκεια της φαρμακευτικής θεραπείας και της διαιτητικής συμβουλευτικής κάνουν δύσκολη τη γενίκευση των αποτελεσμάτων των μελετών που εξέτασαν το φαινόμενο αυτό. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν ακυρώνουν τις ενδείξεις και τις τάσεις που αποκαλύπτει κάθε μελέτη ξεχωριστά. Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που δε δημοσιεύονται δεδομένα για τον τρόπο επίδρασης ενός φαρμάκου στο σωματικό βάρος. Επειδή η αύξηση του σωματικού βάρους μπορεί να έχει συνέπειες τόσο στην υγεία όσο και στον ψυχισμό του ασθενή οι διάφορες κλινικές δοκιμές για τα φάρμακα οφείλουν να δημοσιοποιούν λεπτομερή δεδομένα για την εν λόγω παρενέργεια. Ο ασθενής έχει αναφαίρετο δικαίωμα να γνωρίζει. Γράφει: Παπαμίκος Βασίλειος, Κλινικός Διαιτολόγος M.Med.Sci, MSc
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου