Διακοπές στις Καλύτερες Τιμές!

Booking.com
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαβήτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διαβήτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παιδιά και έφηβοι με Διαβήτη. Προσοχή!

Τα περισσότερα περιστατικά διαβήτη που γίνεται διάγνωσή τους σε παιδιά είναι διαβήτης τύπου 1, παρόλο που τα περιστατικά επίπτωσης του διαβήτη τύπου 2 στους νέους αυξάνονται. Οι διατροφικές συστάσεις για τα παιδιά και τους εφήβους με διαβήτη τύπου 1 θα πρέπει να εστιαστούν στην υλοποίηση των στόχων που αφορούν τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος, χωρίς να υπάρχει έντονη υπογλυκαιμία. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τον εξατομικευμένο σχεδιασμό των γευμάτων και του διαιτολογίου, την χορήγηση και τους αλγόριθμους ινσουλίνης, την αυτό-παρακολούθηση της γλυκόζης του αίματος και την λήψη αποφάσεων βασισμένων στην γνώση και στο επερχόμενο αποτέλεσμα. Οι διατροφικές συστάσεις για τους νέους με διαβήτη τύπου 2 εστιάζονται στον υγιεινό τρόπο ζωής και στην περάτωση των στόχων θεραπείας, προκειμένου να ομαλοποιηθεί η γλυκαιμία.

Δεν υπάρχουν μελέτες με αντικείμενο τις απαιτήσεις σε θρεπτικά συστατικά των παιδιών και των εφήβων με διαβήτη, επομένως, οι διατροφικές συστάσεις βασίζονται στις ίδιες απαιτήσεις που έχουν όλα τα υγιή παιδιά και εφήβους. Τα παιδιά και οι έφηβοι θα πρέπει να κατορθώσουν να αποκτήσουν υγιεινές τροφικές συνήθειες, προκειμένου να διασφαλίσουν την επαρκή πρόσληψη των απαραίτητων βιταμινών και ιχνοστοιχείων. Γενικά, τα παιδιά στις ΗΠΑ δεν καταναλώνουν τις συνιστώμενες ποσότητες φρούτων και λαχανικών, αντίθετα με τα διαβητικά παιδιά που τα καταφέρνουν λίγο καλύτερα από τον γενικό πληθυσμό σε ορισμένες περιοχές. Σε μια αναφορά του 1996 πάνω στην διαιτητική πρόσληψη παιδιών ηλικίας 4-9 ετών με διαβήτη τύπου 1, παρατηρήθηκε ότι οι προσλήψεις ενέργειας, βιταμινών και ιχνοστοιχείων ήταν επαρκείς, ενώ η πρόσληψη φυτικής ίνας ήταν χαμηλότερη από την συνιστώμενη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης μια αναφερόμενη μέση πρόσληψη κορεσμένων λιπών, η οποία υπερβαίνει τις συστάσεις του “The National Cholesterol Education Program (NCEP)”. Πολλά παιδιά καταναλώνουν κορεσμένα λίπη σε επίπεδα πολύ ανώτερα των συνιστώμενων. O «Οδηγός της Τροφικής Πυραμίδας», ο οποίος είναι ένα γενικό εργαλείο που περικλείει τις τροφικές προτιμήσεις και τις διαφορές μεταξύ των τροφικών επιλογών που αφορούν την ποικιλομορφία του πληθυσμού, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αυξηθεί η κατανάλωση φρούτων, λαχανικών, οσπρίων και δημητριακών και για να μειωθεί η πρόσληψη ολικού και κορεσμένου λίπους. ΕΝΕΡΓΕΙΑ

Πολλά παιδιά με διαβήτη τύπου 1 παρουσιάζονται στην διάγνωση να έχουν απώλεια βάρους η οποία θα πρέπει να αναπληρωθεί με την έναρξη της ινσουλινοθεραπείας, την ενυδάτωση και την επαρκή ενεργειακή πρόσληψη. Η καλύτερη μέθοδος για την εκτίμηση των ενεργειακών αναγκών ενός παιδιού ή εφήβου είναι ένα διατροφικό ιστορικό μιας τυπικής ημερήσιας πρόσληψης όπως αυτή προκύπτει από ένα «Ερωτηματολόγιο Προσλαμβανομένων Προηγούμενου 24ώρου» ή μια «3ήμερη Καταγραφή Προσλαμβανομένων», δεδομένου ότι η ανάπτυξη γίνεται εντός των φυσιολογικών επιπέδων. Η τυπική ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη μπορεί να συγκριθεί με προσλήψεις αναφοράς γα φυσιολογική ανάπτυξη. Μια εκτίμηση της προσθήκης βάρους και της ανάπτυξης ξεκινά κατά την διάγνωση, μετά από καταγραφή του ύψους και του βάρους στα παιδιατρικά διαγράμματα ανάπτυξης του “Center for Disease Control”. Η επάρκεια της ενεργειακής πρόσληψης μπορεί επίσης να εκτιμηθεί παρακολουθώντας την προσθήκη βάρους και την ανάπτυξη σε τακτική βάση.

Θα πρέπει να δίνεται προσοχή στην όρεξη που έχει ένα παιδί, όταν προκαθορίζονται οι ενεργειακές του απαιτήσεις και η διατροφική του αγωγή. Για τον λόγο ότι οι ενεργειακές απαιτήσεις μεταβάλλονται με την ηλικία, την φυσική δραστηριότητα και τον ρυθμό ανάπτυξης, συνίσταται μια εκτίμηση του ύψους, του βάρους και της ενεργειακής πρόσληψης ανά 3-6 μήνες. Η επίτευξη καλού μεταβολικού ελέγχου είναι ζωτικής σημασίας για την φυσιολογική ανάπτυξη. Ωστόσο, η πρακτική του παρακρατούμενου φαγητού ή της πίεσης να τρώει το παιδί με συνέπεια τα προκαθορισμένα χωρίς να έχει όρεξη ως μέρος της προσπάθειας επίτευξης καλού μεταβολικού ελέγχου, είναι κουραστική και θα πρέπει να αποθαρρύνεται. ΒΑΣΙΚΑ ΘΡΕΠΤΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ

Η σύσταση της διατροφικής αγωγής στα βασικά θρεπτικά συστατικά θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη και καθορισμένη σύμφωνα με την γλυκόζη του αίματος, τους στόχους για τα λιπίδια του πλάσματος και τις απαιτήσεις για ανάπτυξη. Τα παιδιά και οι έφηβοι με διαβήτη τύπου 1 δεν διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για να εμφανίσουν δυσλιπιδαιμίες, αλλά θα πρέπει να παρακολουθούνται και να μετρούνται τακτικά σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που ορίστηκαν από τον NCEP και τον “the American Academy of Pediatrics” στην αναφορά «Expert Panel on Blood Cholesterol Levels in Children and Adolescents». Η βήμα-βήμα προσέγγιση στον διαιτητικό χειρισμό των ανωμαλιών λιπιδίων όπως υποδεικνύεται από τον NCEP, συνιστά μια μείωση του ολικού λίπους, του κορεσμένου λίπους και της χοληστερόλης σε παιδιά ηλικίας άνω των 2 ετών. ΦΥΤΙΚΗ ΙΝΑ

Οι συστάσεις σε φυτική ίνα για παιδιά με διαβήτη είναι οι ίδιες που ισχύουν και για τα μη διαβητικά παιδιά. Συνιστάται ότι τα παιδιά ηλικίας άνω των 2 ετών θα πρέπει να αυξάνουν την πρόσληψη σε φυτική ίνα, σε ποσότητα ίση ή μεγαλύτερη από την ηλικία τους συν 5 gr/ ημέρα. ΦΥΣΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ

Η φυσική αδράνεια σχετίζεται με αρνητικές επιδράσεις στην υγεία. Παρεμβατικές στρατηγικές για ολόκληρη την οικογένεια που προάγουν την φυσική άσκηση για όλη την διάρκεια της ζωής, βοηθούν πιθανόν τα παιδιά να ξεπεράσουν αυτές τις αρνητικές επιδράσεις. Η φυσική δραστηριότητα, είναι επίσης πιθανό ότι, προάγει την μείωση των λιπιδίων στους έφηβους με διαβήτη.

ΝΕΑΝΙΚΟΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΤΥΠΟΥ 2

Η επιτυχής θεραπεία των παιδιών και των εφήβων με διαβήτη τύπου 2 διαμέσου της τροφικής αγωγής και της άσκησης, προϋποθέτει την παύση της υπερβολικής προσθήκης βάρους, την φυσιολογική ανάπτυξη και την επίτευξη των στόχων που αφορούν την γλυκόζη του αίματος και την HbAlc. Οι διατροφικές συστάσεις για τα παιδιά και τους εφήβους με διαβήτη τύπου 2 θα πρέπει ακόμα να επιδίδονται στην πρόληψη και άλλων νοσηρών ασθενειών, όπως είναι η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία.

Οι στρατηγικές αλλαγής της συμπεριφοράς προκειμένου να μειωθεί η πρόσληψη των υψηλών σε θερμίδες και λιπαρά τροφών, παράλληλα με την ενθάρρυνση για υγιεινές τροφικές συνήθειες και για τακτική φυσική άσκηση, θα πρέπει να θεωρηθεί για ολόκληρη την οικογένεια. Η τακτική άσκηση στα παχύσαρκα παιδιά, χωρίς να γίνει διαιτητική παρέμβαση, φαίνεται ότι οδηγεί σε ευνοϊκές αλλαγές στα τριγλυκερίδια του πλάσματος, στις συγκεντρώσεις της ινσουλίνης ορού και στο % λίπος σώματος. Ωστόσο, τα οφέλη της άσκησης εξαφανίζονται όταν τα παιδιά γίνουν λιγότερο δραστήρια.

Οι μεσολαβητικές στρατηγικές θα πρέπει να είναι οι κατάλληλες πολιτιστικά, να συμφωνούν με τους οικονομικούς πόρους της οικογένειας και να γίνεται συνεπής παρακολούθηση από όλες τις ειδικότητες που συνεργάζονται για την προστασία της υγείας του ασθενούς.

Οι έφηβοι των οποίων οι γονείς πάσχουν από διαβήτη τύπου 2 διατρέχουν περισσότερους παράγοντες κινδύνου –υψηλότερα επίπεδα ΒΜΙ, χοληστερόλης πλάσματος, τριγλυκεριδίων πλάσματος, ινσουλίνης ορού, γλυκόζης πλάσματος και δείκτης ανθεκτικότητας της ινσουλίνης και χαμηλότερα επίπεδα HDL χοληστερόλης πλάσματος– συγκρινόμενοι με τους έφηβους των οποίων οι γονείς δεν πάσχουν από διαβήτη. Αυτοί οι παράγοντες κινδύνου είναι δυνατόν να ανιχνευτούν έγκαιρα και παρέχουν κίνητρο για παρεμβάσεις, όπως είναι ο έλεγχος της προσθήκης βάρους και η αυξημένη σωματική άσκηση.

Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που υποστηρίζουν την ορθότητα των κάτωθι ισχυρισμών:

  • Ο εξατομικευμένος σχεδιασμός γευμάτων/διαιτολογίου, οι χορηγήσεις ινσουλίνης με την χρήση βασικής και σε χάπι ινσουλίνης και οι αλγόριθμοι ινσουλίνης, μπορούν να παρέχουν ευλυγισία στα παιδιά με διαβήτη τύπου 1 και στις οικογένειες τους, εξυπηρετώντας τις φορές που οι ώρες των γευμάτων είναι ακανόνιστες, η όρεξη δεν είναι σταθερή και τα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας ποικίλλουν.
  • Τα στοιχεία που προκύπτουν από τις τακτικές μετρήσεις της γλυκόζης του αίματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την συνένωση της χορήγησης ινσουλίνης με το πρόγραμμα των γευμάτων , των snacks και της άσκησης.
  • Οι θρεπτικές απαιτήσεις των παιδιών και των εφήβων με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2 φαίνεται πως είναι παρόμοιες με αυτές των συνομηλίκων όχι-διαβητικών παιδιών και εφήβων.
  • Στα παχύσαρκα παιδιά, η αυξημένη φυσική δραστηριότητα βελτιώνει τα λιπίδια του πλάσματος και την ευαισθησία της ινσουλίνης.

Ο ακόλουθος ισχυρισμός είναι βασισμένος στην ομοφωνία των εμπειρογνωμόνων:

Δεν έχει προσδιοριστεί η επιτυχής υγιεινή διαιτητική αγωγή για τους νέους με διαβήτη τύπου 2.

Παναγιωτοπούλου Ευαγγελία, Διαιτολόγος Διατροφολόγος, Πτυχιούχος Α.ΤΕ.Ι.Θ.

Διαβήτης και αλκοόλ. Ανησυχία;

Σύμφωνα με στοιχεία για την περίοδο 1989-1991, το αλκοόλ εκτιμάται ότι καταλαμβάνει ~2.5% της ενεργειακής πρόσληψης ενηλίκων στις ΗΠΑ σε σύγκριση με το προηγούμενο ~5%, που ήταν βασισμένο στα δεδομένα του NHANES ΙΙ (1976-1980). Δεν είναι σαφές το αν αυτή η αλλαγή αποδίδεται στην μειωμένη κατανάλωση ή σε μεθοδολογικές διαφορές του υπολογισμού της κατανάλωσης αλκοόλ. Σχεδόν το 67% των ενηλίκων του πληθυσμού των ΗΠΑ αναφέρεται ότι πίνει αλκοολούχα ποτά, ενώ το 33% υποστηρίζει ότι τα αποφεύγει. Οι διαβητικοί αναμφίβολα υπάγονται και στις δυο παραπάνω κατηγορίες.

Σύμφωνα με στοιχεία για την περίοδο 1989-1991, το αλκοόλ εκτιμάται ότι καταλαμβάνει ~2.5% της ενεργειακής πρόσληψης ενηλίκων στις ΗΠΑ σε σύγκριση με το προηγούμενο ~5%, που ήταν βασισμένο στα δεδομένα του NHANES ΙΙ (1976-1980). Δεν είναι σαφές το αν αυτή η αλλαγή αποδίδεται στην μειωμένη κατανάλωση ή σε μεθοδολογικές διαφορές του υπολογισμού της κατανάλωσης αλκοόλ. Σχεδόν το 67% των ενηλίκων του πληθυσμού των ΗΠΑ αναφέρεται ότι πίνει αλκοολούχα ποτά, ενώ το 33% υποστηρίζει ότι τα αποφεύγει. Οι διαβητικοί αναμφίβολα υπάγονται και στις δυο παραπάνω κατηγορίες.

Το αλκοόλ στα προϊόντα απόσταξης (σκληρά οινοπνευματώδη ποτά), στο κρασί και στην μπύρα είναι η αιθανόλη (αιθυλική αλκοόλη, C2H5OH). Είναι το δευτερεύων προϊόν της οξείδωσης των σακχάρων από τα ένζυμα της μαγιάς (ζύμωση). Ένα ποτό ή ένα αλκοολούχο ρόφημα ορίζεται κοινώς ως μια μπύρα 12-oz, ένα ποτήρι κρασί 5-oz ή ένα ποτήρι αποσταγμένου οινοπνευματώδους ποτού 1.5-oz. Το καθένα από αυτά περιέχει ~15 gr αλκοόλ. Οι καρδιοπροστατευτικές επιδράσεις του οινοπνεύματος δεν καθορίζονται από τον τύπο του αλκοολούχου ποτού. Μια περιληπτική αναφορά των οικολογικών, βασισμένων σε μια υπόθεση και πάνω σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού μελέτες, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι όλα τα αλκοολούχα ποτά συνδέονται με μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, ούτως ώστε πολλά από τα οφέλη οφείλονται στο ίδιο το αλκοόλ παρά σε άλλα συστατικά του κάθε τύπου ποτού.

Οι ίδιες προφυλάξεις που αφορούν τον γενικό πληθυσμό όσον αφορά την κατανάλωση αλκοόλ, απευθύνονται και στα άτομα με διαβήτη. Αποχή από το αλκοόλ συνίσταται στις γυναίκες κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης και στα άτομα με ιατρικά προβλήματα όπως παγκρεατίτιδα, νευροπάθεια σε προχωρημένο στάδιο, έντονη υπερτριγλυκεριδαιμία ή κατάχρηση αλκοόλ. Στις «Διαιτητικές Κατευθυντήριες Γραμμές για Αμερικάνους» συνιστάται να μην γίνεται κατανάλωση μεγαλύτερη από 2 ποτά την ημέρα για τους ενήλικες άντρες και όχι περισσότερα από 1 ποτό την ημέρα για τις ενήλικες γυναίκες. Μετά από κατανάλωση αλκοόλ σε συγκρίσιμες ποσότητες, οι γυναίκες έχουν υψηλότερες συγκεντρώσεις αιθανόλης στο αίμα τους απ’ ότι οι άντρες, ακόμα και αν παραβλέψουμε τις διαφορές στην σωματική διάπλαση. Οι γυναίκες, σε σύγκριση με τους άντρες, έχουν μια αυξημένη βιοδιαθεσιμότητα του αλκοόλ, που είναι το αποτέλεσμα του μειωμένου γαστρικού μεταβολισμού και της μειωμένης γαστρικής δραστηριότητας της αλκοολικής δεϋδρογονάσης. Το γεγονός αυτό ίσως συμβάλλει στην εντονότερη ευαισθησία των γυναικών στις επιδράσεις του οινοπνεύματος.

Αλκοόλ και Επίπεδα Γλυκόζης του Αίματος

Τα αλκοολούχα ποτά μπορεί να έχουν και υπό- και υπέρ-γλυκαιμικές επιδράσεις στους διαβητικούς ασθενείς κι αυτό εξαρτάται από την ποσότητα του αλκοόλ που απορροφάται άμεσα, από το αν καταναλώνεται μαζί ή χωρίς φαγητό και από το αν η χρήση του αλκοόλ είναι χρόνια ή υπερβολική. Μέτρια ή έντονη υπογλυκαιμία, όχι υπογλυκαιμία και υπεργλυκαιμία έχουν όλα αναφερθεί σε ασθενείς με διαβήτη, μετά από την κατανάλωση αλκοόλ. Η απορρόφηση μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ φαίνεται επίσης ότι αμβλύνει την συναίσθηση του υπογλυκαιμικού επεισοδίου σε διαβητικά άτομα τύπου 1.

Μέτριες ποσότητες αλκοόλ μπορούν να εντείνουν την δράση μείωσης γλυκόζης της εξωγενούς ινσουλίνης και ορισμένων στοματικών παραγόντων μείωσης των επιπέδων γλυκόζης. Παρόλο που το αλκοόλ δεν επηρεάζει τον ρυθμό και τον βαθμό της πτώσης της γλυκόζης του πλάσματος, φαίνεται ότι προκαλεί μεταβολές στην φάση ανάκτησης της γλυκόζης παρεμβαίνοντας με την ηπατική γλυκονεογένεση. Η παρακινούμενη από το αλκοόλ υπογλυκαιμία δεν αποκαθίσταται με την χορήγηση γλουκαγόνου, γιατί προκαλείται από έμμεση εξασθένηση της γλυκονεογένεσης και δεν σχετίζεται με υπερβολική έκκριση ινσουλίνης.

Σε άτομα με διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 έχει αποδειχθεί ότι η απορρόφηση μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ μαζί με φαγητό ή snack, δεν έχει άμεση επίδραση στην γλυκόζη του αίματος ή στα επίπεδα ινσουλίνης. Ο κίνδυνος περιστατικών προκαλούμενων από το αλκοόλ υπογλυκαιμίας κατά την διάρκεια της νηστείας είναι μέτριος για τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 και υπάρχει μόνο εάν ακολουθούν θεραπευτική αγωγή με ινσουλίνη ή ουσίες υποβοήθησης έκκρισης ινσουλίνης.

Η Σχέση του Αλκοόλ με Άλλους Κινδύνους για την Υγεία

Η βαριά ή υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ είναι μια από τις βασικές και αποφευκτές αιτίες θανάτου στις ΗΠΑ. Ίσως υπάρχουν πρόσθετες ειδικές αρνητικές επιδράσεις της χρόνιας κατανάλωσης αλκοόλ για τους διαβητικούς ασθενείς. Στα άτομα με διαβήτη τύπου 2, η χρόνια απορρόφηση οινοπνεύματος (συνήθης πρόσληψη ~45 gr/ημέρα) προκαλεί επιδείνωση του μεταβολισμού της γλυκόζης, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Επομένως, ο μεταβολικός έλεγχος θα πρέπει να παρακολουθείται προσεκτικά στην περίπτωση που το αλκοόλ αποτελεί ένα αναπόφευκτο συστατικό της δίαιτας του διαβητικού ασθενούς. Οι επιδράσεις που προκαλούνται από την κατάχρηση αλκοόλ είναι αντιστρέψιμες μετά από αποχή από το αλκοόλ για διάστημα 3 ημερών.

Επιδημιολογικά στοιχεία σε υγιή μη διαβητικά άτομα υποδεικνύουν ότι η ελαφριά έως μέτρια απορρόφηση αλκοόλ σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο επίπτωσης διαβήτη τύπου 2, εγκεφαλικού επεισοδίου και αυξημένης ευαισθησίας της ινσουλίνης, παρόλο που η ευαισθησίας της ινσουλίνης πιθανόν να εξασθενεί εξαιτίας της συνολικού πάχους. Σε διαβητικούς ενήλικες, η χρόνια κατανάλωση μικρών έως μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ (5-15 gr/ημέρα) σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο επίπτωσης στεφανιαίας καρδιαγγειακής νόσου, ίσως χάρη στην συνεπακόλουθη αύξηση της HDL χοληστερόλης. Απαιτούνται αναμενόμενες μακροπρόθεσμες μελέτες για να επιβεβαιώσουν αυτές τις παρατηρήσεις.

Η απορρόφηση αλκοόλ αυξάνει την ικανότητα της λιποπρωτεϊνικής σύνθεσης και ειδικότερα για την VLDL χοληστερίνη. Αυτή η αύξηση της σύνθεσης εντείνεται όταν συνυπάρχει και γενετική προδιάθεση, δίαιτα με υψηλό περιεχόμενο σε λίπος και διαβήτης. Η αυξημένη λιποπρωτεϊνική σύνθεση ίσως όμως να είναι περισσότερο ένα αποτέλεσμα της χρόνιας κατάχρησης αλκοόλ καθώς, σε μια μελέτη, μη διαβητικά άτομα με υπερτριγλυκεριδαιμία νηστείας κατανάλωσαν το ισοδύναμο δυο αλκοολούχων ποτών και δεν παρουσίασαν καμία άμεση αύξηση των τριγλυκεριδίων τους. Αυτό το αποτέλεσμα δηλώνει ότι άνθρωποι με υπερτριγλυκεριδαιμία μπορούν ίσως να καταναλώνουν αλκοόλ, όμως περιστασιακά και συνετά.

Φαίνεται πως υπάρχει μια σχέση μορφής U ή J μεταξύ της κατανάλωσης οινοπνεύματος και της αρτηριακής πίεσης. Μικρές έως μέτριες ποσότητες αλκοόλ δεν αυξάνουν την αρτηριακή πίεση. Ωστόσο, υπάρχει μια ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ της χρόνιας κατάχρησης αλκοόλ (>30-60 gr/ημέρα) και της αύξησης της αρτηριακής πίεσης τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Κάθε επιπρόσθετη ποσότητα 10 gr στην πρόσληψη αλκοόλ όταν αυτή είναι >30 gr/ημέρα, αυξάνει την συστολική αρτηριακή πίεση κατά μέσο όρο 1–2 mmHg και την διαστολική αρτηριακή πίεση κατά 1 mmHg. Επιπλέον, εκτός από το ότι μάλλον αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση υπέρτασης, το αλκοόλ είναι πιθανόν ότι επηρεάζει την δραστικότητα αντί-υπερτασικής αγωγής και αυτό ίσως αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου εγκεφαλικών επεισοδίων.

Υπάρχουν ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία για την ορθότητα των κάτωθι ισχυρισμών:

  • Εάν τα άτομα επιλέξουν να πίνουν αλκοόλ, η ημερήσια πρόσληψη θα πρέπει να περιοριστεί σε ένα ποτό ημερησίως για τις ενήλικες γυναίκες και σε δυο για τους ενήλικους άντρες. Ένα ποτό ορίζεται ως μια μπύρα 12-oz, ένα ποτήρι κρασί 5-oz ή ένα ποτήρι αποσταγμένου ποτού 1.5-oz.
  • Δεν υπάρχουν διαφορές ανάλογα με τον τύπο του αλκοολούχου ποτού που καταναλώνεται.
  • Όταν μέτριες ποσότητες αλκοόλ καταναλώνονται μαζί με φαγητό, δεν υπάρχει επίδραση στα επίπεδα γλυκόζης του αίματος.
  • Για να αποφευχθεί ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας, το αλκοόλ θα πρέπει να καταναλώνεται μαζί με φαγητό.
  • Η απορρόφηση μικρών έως μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ δεν αυξάνει την αρτηριακή πίεση. Χρόνια καταχρηστική κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει την αρτηριακή πίεση και πιθανόν αποτελεί ένα παράγοντα κινδύνου επίπτωσης εγκεφαλικού.
  • Οι έγκυες γυναίκες και τα άτομα με ιατρικά προβλήματα όπως παγκρεατίτιδα, νευροπάθεια σε προχωρημένο στάδιο, έντονη υπερτριγλυκεριδαιμία ή κατάχρηση αλκοόλ, θα πρέπει να συμβουλεύονται να μην κάνουν κατανάλωση αλκοόλ.

Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που υποστηρίζουν την ορθότητα του κάτωθι ισχυρισμού:

Υπάρχουν ενδεχόμενα οφέλη από την απορρόφηση μέτριων ποσοτήτων αλκοόλ, όπως είναι ο μειωμένος κίνδυνος επίπτωσης διαβήτη τύπου 2, στεφανιαίας καρδιαγγειακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου.

Ο ακόλουθος ισχυρισμός είναι βασισμένος στην ομοφωνία των εμπειρογνωμόνων:

Τα αλκοολούχα ποτά θα πρέπει να θεωρούνται για όλους τους διαβητικούς ασθενείς ως ένα πρόσθετο του συνηθισμένου τροφικού πλάνου. Το φαγητό δεν πρέπει να παραλείπεται.

Παναγιωτοπούλου Ευαγγελία, Διαιτολόγος Διατροφολόγος, Πτυχιούχος Α.ΤΕ.Ι.Θ.

Σακχαρώδης Διαβήτης. Αυτά που πρέπει να ξέρετε

Ο όρος σακχαρώδης διαβήτης αναφέρεται σε κλινικό σύνδρομο διαταραχών του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των πρωτεϊνών και των λιπιδίων και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη υπεργλυκαιμίας (αυξημένο σάκχαρο αίματος) οφειλόμενης σε απόλυτη έλλειψη της ινσουλίνης ή σε ανεπάρκεια βιολογικής δραστικότητας αυτής ή και στα δύο.

Η ταξινόμηση του σακχαρώδους διαβήτη έχει ως εξής:

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 Οφείλεται σε καταστροφή των β κυττάρων του παγκρέατος συνήθως λόγω ύπαρξης αντισωμάτων με αποτέλεσμα την απόλυτη ένδεια ινσουλίνης. Σε ορισμένους όμως ασθενείς δεν τεκμηριώνεται αυτοανοσία και λόγω μη ύπαρξης άλλων αιτιών ο σακχαρώδης διαβήτης χαρακτηρίζεται τύπου 1 ιδιοπαθής.

Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 Ο πιο συχνός τύπος, άλλοτε γνωστός ως σακχαρώδης διαβήτης των ηλικιωμένων. Χαρακτηρίζεται από διάφορα επίπεδα ανεπάρκειας και αντίστασης στην δράση της ινσουλίνης.

Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για το Σακχαρώδη Διαβήτη (IDF) ο αριθμός των διαβητικών στην υφήλιο είναι σήμερα 240 εκατομμύρια.

Τα επόμενα 20 χρόνια, εάν δεν υπάρξουν σημαντικές παρεμβάσεις, εκτιμάται ότι ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη θα ανέλθει στα 380 εκατομμύρια. Αυτό θα συμβεί γιατί ο παγκόσμιος πληθυσμός αυξάνεται, ζει περισσότερο, γίνεται πιο παχύσαρκος και ολοένα και περισσότερο αυξάνεται ο καθιστικός τρόπος ζωής.

Ο αριθμός των διαβητικών στην Ευρώπη μέχρι το 2025 αναμένεται να παρουσιάσει αύξηση 30-40%, ενώ στις υπανάπτυκτες χώρες η αύξηση μπορεί να αγγίξει το 100%.Στην Ελλάδα ο αριθμός των ατόμων με διαβήτη σχεδόν τετραπλασιάστηκε τα τελευταία 30 χρόνια και εκτιμάται ότι οι διαβητικοί στη χώρα μας είναι περίπου 900.000, δηλ. το 8% του συνολικού πληθυσμού.

Παράλληλα, είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι ο διαβήτης τύπου Ι αυξάνεται κατά 3% κάθε χρόνο στα παιδιά και στους εφήβους. Ένα ανησυχητικό ποσοστό 5% παρατηρείται στα παιδιά προσχολικής ηλικίας, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου 70.000 παιδιά κάτω των 15 ετών παρουσιάζουν κάθε χρόνο διαβήτη τύπου Ι σε παγκόσμια κλίμακα (περίπου 200 παιδιά ημερησίως).

Σύμφωνα με στατιστικές, ο διαβήτης τύπου Ι έχει ήδη προσβάλλει περίπου 440.000 παιδιά που βρίσκονται κάτω από την ηλικία των 14 ετών, παγκοσμίως. Εξ' αυτών, υπολογίζεται ότι το 20% βρίσκεται στην Ευρώπη.

Η ιλιγγιώδης αύξηση του διαβήτης τύπου ΙΙ οφείλεται σε υψηλό ποσοστό στην αλλαγή των διατροφικών συνηθειών. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε παγκόσμια κλίμακα καταναλώνει τροφές πλούσιες σε λίπη και χαμηλές σε φυτικές ίνες.

Επιπλέον, όλο και περισσότερες οικογένειες στρέφονται στην κατανάλωση προετοιμασμένων φαγητών, όπως στα ταχυφαγεία (φαστ φουντ).Τα παιδιά με Διαβήτη τύπου ΙΙ έχουν συνήθως ένα ισχυρό οικογενειακό ιστορικό Διαβήτη. Μελέτες έδειξαν ότι, τα παιδιά γυναικών που ανέπτυξαν Διαβήτη κατά την κύηση έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες εμφάνισης διαβήτη τύπου ΙΙ.

Επιπλέον η πλειοψηφία των παιδιών με Διαβήτη τύπου 2 (περίπου το 85%) είναι ήδη υπέρβαρα και παχύσαρκα τη στιγμή της διάγνωσης.Σύμφωνα με εκτιμήσεις, 1 στα 10 παιδιά παγκοσμίως είναι υπέρβαρο. Αυτό σημαίνει ότι 30-45 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι παγκοσμίως είναι παχύσαρκοι, ενώ από αυτούς, τα 22 εκατομμύρια είναι παιδιά κάτω των πέντε ετών.

Υπολογίζεται ότι το ποσοστό των περιστατικών με διαβήτη τύπου ΙΙ στα παιδιά θα ξεπεράσει το 50% παγκοσμίως, την επόμενη δεκαπενταετία.

Ποια άτομα όμως πρέπει να ελέγχονται για σακχαρώδη διαβήτη? Συνίσταται γενικά σε όλα τα άτομα ηλικίας άνω των 45 ετών μέτρηση γλυκόζης αίματος νηστείας κάθε τρία χρόνια. Ο έλεγχος μπορεί να ξεκινά σε μικρότερη ηλικία εάν υφίστανται οι εξής προδιαθεσικοί παράγοντες

  • Παχυσαρκία (Δείκτης μάζας σώματος= βάρος σε κιλά προς ύψος σε μέτρα στο τετράγωνο = ή > 27kg/m2 ).
  • Οικογενειακό ιστορικό διαβήτη σε συγγενείς πρώτου βαθμού.
  • Μειωμένη σωματική δραστηριότητα.
  • Ιστορικό διαβήτη κύησης ή γέννησης παιδιού με σωματικό βάρος γέννησης >4,1kg.
  • Αρτηριακή υπέρταση.
  • Δυσλιπιδαιμία
  • Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.
  • Διαταραγμένη ανοχή της γλυκόζης ή διαταραγμένη γλυκόζη αίματος νηστείας.

Πως τίθεται η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη? Η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη στηρίζεται στην τριάδα των συμπτωμάτων πολυουρία, πολυδιψία και πολυφαγία και στην ανεύρεση

  1. γλυκόζης πλάσματος νηστείας = ή > 126mg/dl επιβεβαιωμένης σε 2η μέτρηση ή
  2. τυχαίου δείγματος γλυκόζης πλάσματος = ή > 200mg/dl επιβεβαιωμένου σε δεύτερη μέτρηση ή
  3. γλυκόζης πλάσματος 2 ώρες μετά χορήγηση 75 γρ γλυκόζης (καμπύλη σακχάρου μετά χορήγηση 75 γρ γλυκόζης) = ή > 200mg/dl

Πολλές φορές μετά την αρχική τεκμηρίωση του σακχαρώδους διαβήτη μετράται η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) που αντανακλά τη μέση πυκνότητα γλυκόζης αίματος τις προηγηθείσες 4-8 εβδομάδες. Κάθε αύξηση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης κατά 1% αντιστοιχεί σε μεταβολή της μέσης πυκνότητας γλυκόζης κατά 30-35mg/dl. Επίσης αναζητάτε και η ύπαρξη γλυκόζης στα ούρα.

Επομένως η διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη είναι σημαντική δεδομένου ότι αποτελεί σημαντικό πρόβλημα υγείας , προϋπάρχει πρώιμο ασυμπτωματικό στάδιο και η έναρξη της κατάλληλης αγωγής βελτιώνει την περαιτέρω εξέλιξη της νόσου.

Ίσαρη Γεωργία Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος

Unique Visitor Counter