Όπως και σε άλλα χρόνια νοσήματα, ο γενικότερος τρόπος ζωής παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της υπέρτασης. Τον κυριότερο ρόλο στη μείωση της αρτηριακής πίεσης, τουλάχιστον από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, τον παίζει το σωματικό βάρος. Πιο συγκεκριμένα, μία απώλεια βάρους της τάξεως των 5 κιλών μπορεί να μειώσει κατά 4,4 mmHg την συστολική (μεγάλη) και κατά 3,6 mmHg την διαστολική πίεση (μικρή), αλλά και να προλάβει την εμφάνιση υπέρτασης σε υπέρβαρα άτομα, μολονότι προφανώς το σημαντικότερο είναι να προληφθεί η αύξηση του σωματικού βάρους και να μη φτάσει ποτέ σε μη φυσιολογικά επίπεδα. Τα μη φυσιολογικά επίπεδα για τον καθένα μας τα υπολογίζουμε από τον Δείκτη Σωματικής Μάζας. Αυτός ο δείκτης είναι ένας αριθμός ο οποίος προέρχεται αν διαιρέσουμε το βάρος μας σε κιλά δια του τετραγώνου του ύψους μας σε μέτρα. Έτσι αν κάποιος ενήλικας είναι 2 μέτρα ύψος και ζυγίζει 80 κιλά, τότε ο ΔΣΜ του είναι 80 : (2x2) = 20. Αν αυτός ο αριθμός είναι μεταξύ 18,5 και 25, τότε μιλάμε για φυσιολογικό ΔΣΜ. Αν είναι μεταξύ 25 και 30, τότε μιλάμε για υπερβάλλον βάρος. Τέλος, αν είναι πάνω από 30, τότε μιλάμε για παχυσαρκία. Αυτός ο υπολογισμός δεν ισχύει για παιδιά και εφήβους, εγκύους και θηλάζουσες, καθώς και για αθλητές. Αυτό επίσης που έχει παρατηρηθεί είναι ότι η μείωση του σωματικού βάρους μειώνει περισσότερο την πίεση σε έναν υπερτασικό συγκριτικά με ένα νορμοτασικό. Επίσης, η μείωση του σωματικού βάρους μπορεί να επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα και σε άλλους παράγοντες κινδύνου όπως η ινσουλινοαντοχή, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία, η υπερτροφία της αριστερής κοιλίας της καρδιάς, η υπνική άπνοια. Επομένως, και αν ακόμα αυτή η μείωση είναι μικρή, η επίδραση που θα έχει στη μείωση του κινδύνου εγκεφαλικού επεισοδίου και στεφανιαίας νόσου είναι σημαντική για να μην το λαμβάνουμε ιδιαίτερα σοβαρά υπόψη. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να μειωθεί και η φαρμακευτική αγωγή, όπου αυτή είναι αναγκαία. Τέλος, επειδή τα άτομα μέσης ηλικίας αυξάνουν το σωματικό τους βάρος κατά 0,5 με 1 κιλό το χρόνο, ένας πολύ σημαντικός στόχος θα ήταν αρχικά η σταθεροποίησή του.
Τα άλλα σημαντικά στοιχεία από τη διατροφή, πέρα από την ενεργειακή πρόσληψη, που επηρεάζει το σωματικό βάρος, είναι το νάτριο, το κάλιο, το αλκοόλ, τα κορεσμένα λίπη και το συνολικό λίπος της τροφής αλλά και τα φρούτα και τα λαχανικά.
Πιο συγκεκριμένα, η υψηλή πρόσληψη νατρίου επηρεάζει αρνητικά την αρτηριακή πίεση. Δυστυχώς οι περισσότεροι από εμάς δεν καταλαβαίνουμε πόσο παραπάνω νάτριο καταναλώνουμε. Κι αυτό γιατί το νάτριο βρίσκεται στο αλάτι, αλλά και σε άλλα τρόφιμα (κρυφές πηγές), όπως οι πίκλες, οι κονσέρβες σε άλμη, το ψωμί και άλλα. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν μειωθεί η πρόσληψη αλατιού σε υπερτασικούς ασθενείς από 10,5 g την ημέρα σε περίπου 4,7-5,8 g την ημέρα, αυτό μπορεί να επιφέρει μία μείωση της αρτηριακής πίεσης κατά 4-6 mmHg. Η συνιστώμενη επαρκής για τον οργανισμό ημερήσια πρόσληψη νατρίου άλλαξε πρόσφατα και οι νέες οδηγίες είναι από 100 στα 65 mmol την ημέρα, που αντιστοιχούν σε περίπου 3,8 g αλάτι. Αυτό όμως είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί και έτσι μία πιο ρεαλιστική σύσταση είναι τα 5 g την ημέρα (85 mmol νατρίου).
Επειδή τελικά αποδεικνύεται δύσκολο να αλλάξουμε συνήθειες που έχουμε μάθει, αυτό που εμείς συστήνουμε στους ασθενείς μας που δυσκολεύονται να μειώσουν το αλάτι, είναι να τρώνε περισσότερο κάλιο. Γιατί το κάλιο φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει στην μείωση της αρτηριακής πίεσης. Η μέγιστη αποτελεσματικότητα παρατηρείται όταν επιτευχθεί παράλληλα η μείωση στην πρόσληψη νατρίου (έως 2,4 g την ημέρα) και η αύξηση στην πρόσληψη καλίου.
Ο μηχανισμός δράσης του καλίου είναι απλός: το κάλιο βοηθάει τον οργανισμό να αποβάλλει το υπερβάλλον νάτριο και με τον τρόπο αυτό ρυθμίζει την αρτηριακή πίεση. Και επειδή το κάλιο δεν αποθηκεύεται στον οργανισμό, είναι απαραίτητη η καθημερινή του πρόσληψη. Πλούσιες πηγές καλίου είναι τα φρούτα και τα λαχανικά και αυτός είναι ένας από τους λόγους που πρέπει να αυξηθεί η κατανάλωσή τους. Στο εξωτερικό κυκλοφορούν ήδη προϊόντα του καθημερινού διαιτολογίου εμπλουτισμένα με κάλιο, όπως μαργαρίνες και ροφήματα φρούτων.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Υπέρτασης: «Την τελευταία δεκαετία η αυξημένη πρόσληψη καλίου και οι διατροφικές συνήθειες που βασίζονται στο πρόγραμμα διατροφής DASH – διαιτολόγιο με πολλά φρούτα, λαχανικά και γαλακτοκομικά με χαμηλά λιπαρά, με χαμηλή χοληστερόλη και λίγα κορεσμένα και ολικά λιπαρά – έχουν αναγνωρισθεί και αυτές ως παράγοντες που συμβάλλουν στην μείωση της αρτηριακής πίεσης».
Το κορεσμένο λίπος (ζωικά λιπαρά) επηρεάζει πολλούς παράγοντες κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων και γι’ αυτό πρέπει ο γενικός πληθυσμός να το μειώσει στο <10% επί της συνολικής ενέργειας και τα άτομα υψηλού κινδύνου, όπως οι υπερτασικοί, στο <7%. Υπάρχουν επίσης μελέτες που δείχνουν ότι τα ιχθυέλαια (ω-3 λιπαρά οξέα), σε δόσεις μεγαλύτερες των 3 g την ημέρα, μπορούν να μειώσουν την αρτηριακή πίεση σε υπερτασικούς κατά 4,0 mmHg τη συστολική και κατά 2,5 mmHg τη διαστολική. Αλλά αυτή είναι μία σχετικά μεγάλη δοσολογία για να χορηγείται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία που να αφορούν στην επίδραση των φυτικών ινών στην αρτηριακή πίεση. Τέλος, η συμπληρωματική χορήγηση ασβεστίου ή μαγνησίου έχει υποδειχθεί από μερικές έρευνες ότι έχει αντι-υπερτασική δράση, αλλά υπάρχουν και άλλες που έδειξαν ότι δεν υπήρχαν ιδιαίτερα ευεργετικά αποτελέσματα στη μείωση της αρτηριακής πίεσης.
H κατανάλωση οινοπνεύματος σε άτομα με υπέρταση είναι προβληματική. Μία πρόσφατη έρευνα παρατήρησε ότι υπάρχει μία γραμμική σχέση μεταξύ κατανάλωσης οινοπνεύματος και αρτηριακής πίεσης, δηλαδή όσο περισσότερα οινοπνευματώδη ποτά πίνουμε τόσο αυξάνεται η αρτηριακή πίεση. Η υψηλή πρόσληψη οινοπνεύματος (πάνω από 5 ποτά την ημέρα) μειώνει και την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής. Επίσης, υπάρχουν μελέτες που υπέδειξαν ότι η αποχή από την κατανάλωση μειώνει την αρτηριακή πίεση. Επομένως, οι υπερτασικοί ασθενείς πρέπει να μειώσουν την κατανάλωση οινοπνεύματος σε λιγότερο από 20-30 g αιθανόλης την ημέρα οι άνδρες και σε λιγότερο από 10-20 g την ημέρα οι γυναίκες, ενώ πρέπει επίσης να τους επισημαίνεται ο αυξημένος κίνδυνος αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου που έχουν με τη συχνή, έστω και σχετικά μικρή κατανάλωση αλκοόλ.
Τέλος, υπάρχουν μελέτες που έδειξαν ότι αλλαγή συνολικά της διαιτητικής συμπεριφοράς μπορεί να έχει σημαντικά ευεργετικά αποτελέσματα στη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Όμως, δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Σε άλλους μπορεί να υπάρξουν ευεργετικά αποτελέσματα, κυρίως από τη μείωση του νατρίου και άλλοι να μην αντιδρούν καθόλου σε αυτή την αλλαγή. Επομένως, ο διαιτολόγος ή ο ιατρός πρέπει να προσέχουν ιδιαίτερα την αποτελεσματικότητα της αλλαγής της διαιτητικής συμπεριφοράς αλλά και τη συμμόρφωση του ασθενή ώστε να μην καθυστερήσει αδικαιολόγητα η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής, αν αυτή κριθεί αναγκαία.
Γράφει ο Αντώνης Ζαμπέλας, Αναπληρωτής Καθηγητής Διατροφής του Ανθρώπου, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, μέλος Δ.Σ. Ευρωπαϊκής Εταιρείας Αθηροσκλήρωσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου